- χνοώ
- -άω, ΜΑ [χνόος /χνοῡς](για νέο ή νέα) αποκτώ χνούδιαρχ.1. (για φύλλο ή καρπό φυτού) καλύπτεται η επιφάνειά μου από λεπτότατο τρίχωμα («σικυὸν χνοάοντα», Ανθ. Παλ.)2. μτφ. δροσίζω («χνοόωσαν χάριν ὄμβρου», Τρυφιόδ.)3. φρ. «χνοάοντες ἴουλοι» — οι μόλις αναφαινόμενες τρίχες (Απολλ. Ρόδ.).
Dictionary of Greek. 2013.